κωρυκοϐολία

κωρυκομαχία

κώρυκος
κωρυκο·μαχία, ion. -ίη, ης () [ῠμᾰ] lutte au jeu de ballon, Hpc. 364, 16 ; 372, 39 ; 374, 3.
Étym. κώρυκος, μάχομαι.