Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λαχανοφαγία
λαχανό·πωλις,
ιδος
(
ἡ
)
[
ᾰᾰῐδ
]
c. le préc.
Ar.
Vesp.
497
.