λαχανόπωλις

λαχανοφαγία

λαχανώδης
λαχανο·φαγία, ion. -ίη, ης () [ᾰᾰφᾰ] nourriture composée de légumes, Hpc. 550, 56 ; 1230, 5.
Étym. λάχανον, φαγεῖν.