λαχανοφαγία

λαχανώδης

Λαχάρης
λαχανώδης, ης, ες [ᾰᾰ] de la nature des légumes, Th. H.P. 1, 3, 4 ; τὰ λαχανώδη, Arstt. Probl. 20, les végétaux.
Étym. λάχανον, -ωδης.