Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λάγνως
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγο·δαίτης,
ου
(
ὁ
)
[
ᾰ
] qui mange les lièvres (aigle)
Eschl.
Ag.
123
.
Étym.
λαγώς, δαίνυμαι
.