λαιλαπίζω

λαιλαπώδης

λαῖλαψ
λαιλαπώδης, ης, ες [] d’orage, amené par un orage, Hpc. Aph. 17 ; Aqu. Ps. 54, 9.
Étym. λαῖλαψ, -ωδης.