λαιμαργέω-ῶ

λαιμαργία

λαίμαργος
λαιμαργία, ας () gloutonnerie, Plat. Rsp. 619b ; Arstt. P.A. 4, 13 ; fig. Plat. Leg. 888a.
Étym. λαίμαργος.