Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαίμ·αργος,
ος, ον,
glouton, vorace,
Arstt.
H.A.
8, 2, etc. ;
Th.
C.P.
1, 22, 1
.
Étym.
λαιμός, ἀργός
.