Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λακπατέω-ῶ
λακπάτητος
Λακράτης
λακπάτητος,
ος, ον
[
πᾰ
]
vb. du préc.
Soph.
Ant.
1275 ;
var.
λαξπάτητος
.