Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λακπάτητος
Λακράτης
Λακρατίδης
Λα·κράτης,
ους
(
ὁ
)
[
ᾱᾰ
] Lakratès,
h.
Xén.
Hell.
2, 4, 33
.
Étym.
λαός, κράτος
;
cf.
Δημοκράτης
.