λαμπαδηφόρος

λαμπαδίας

λαμπάδιον
λαμπαδίας, ου () [πᾰᾱ]
1 sorte de comète, DL. 7, 152 ||
2 n. de l’étoile Aldébaran, Ptol. Tetr. 1, 8.
Étym. λαμπάς.