λαμπαδηφορία

λαμπαδηφόρος

λαμπαδίας
λαμπαδη·φόρος, ος, ον [πᾰ] qui porte un flambeau dans les courses ou les sacrifices, Eschl. Ag. 312, etc.
Étym. λαμπάς, φέρω.