λάφυρον

λαφυροπωλεῖον

λαφυροπωλέω-ῶ
λαφυροπωλεῖον, ου (τὸ) [ᾰῡ] lieu où l’on vend le butin, Pol. 4, 6, 3.
Étym. λαφυροπωλέω.