λαφυροπωλεῖον

λαφυροπωλέω-ῶ

λαφυροπώλης
λαφυροπωλέω-ῶ [ᾰῡ]
1 vendre le butin, Xén. An. 6, 6, 38 ||
2 vendre comme butin, acc. Pol. 5, 24, 10 ; DS. 17, 14.
Étym. λαφυροπώλης.