λαφυροπωλέω-ῶ

λαφυροπώλης

λαφυροπώλιον
λαφυρο·πώλης, ου () [ᾰῡ] commissaire chargé de la vente du butin, Xén. An. 7, 7, 56, etc.
Étym. λάφυρον, πωλέω.