Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιό·κνημος,
ος, ον
[
ᾰ
] aux cuisses velues,
Opp.
C.
2, 186
.
Étym.
λ. κνήμη
.