λασιαύχην

λασιόθριξ

λασιόκνημος
λασιό·θριξ, τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰῐχ] à la chevelure épaisse ou hérissée, Opp. H. 4, 369 ; Nonn. D. 38, 359.
Étym. λ. θρίξ.