λαθικάδης

λαθικηδής

λαθιπήμων
λαθι·κηδής, ής, ές [ᾰῐ] qui fait oublier le chagrin, Il. 22, 83 ; Plut. M. 657d ; A. Pl. 4, 273 ||
E Dor. λαθικάδης [] Alc. 41.
Étym. λαθεῖν, κῆδος.