λαθικηδής

λαθιπήμων

λαθίπονος
λαθι·πήμων, ων, ον, gén. ονος [ᾰῐ] qui fait oublier la douleur, Orph. H. 2, 11, conj.p. λυσιπήμων.
Étym. λ. πῆμα.