Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λειεντερικός,
ή, όν,
c. le suiv.
Hpc.
Epid.
3, 1086 ;
Ruf.
p. 180 Matthäi
.