Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λείϐω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντερία,
ion.
-ίη,
ης
(
ἡ
)
lientérie,
c. à d.
flux de ventre,
Hpc.
Aph.
1248, etc.
Étym.
λεῖος, ἔντερον
.