Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λειόγλωσσος
λειόκαυλος
λειοκύμων
λειό·καυλος,
ος, ον,
à tige lisse,
Th.
H.P.
7, 8, 2
.
Étym.
λ. καυλός
.