Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λειόκαυλος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειο·κύμων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ῡ
] aux flots unis, calmes,
Luc.
V.H.
2, 4
.
Étym.
λ. κῦμα
.