λειριόεις

λείριον

Λειριόνη
λείριον, ου (τὸ)
1 lis, Hh. Cer. 427 ; Th. H.P. 9, 16, 6, etc. ||
2 p. anal. sorte de narcisse, Th. H.P. 6, 6, 9.