Λειριόνη

λειριοπολφανεμώνη

λείριος
λειριο·πολφ·ανεμώνη, ης () [] sorte de bouillie de fleurs de lis et d’anémones, Phérécr. (Ath. 269d).
Étym. λείριον, πόλφος, ἀνεμώνη.