λειριοπολφανεμώνη

λείριος

λειριώδης
λείριος, ος, ον :
1 de lis, Pd. N. 7, 116 ||
2 qui a la douceur du lis, en parl. de la voix, A. Rh. 4, 903 ; Orph. Arg. 251.
Étym. λείριον.