λεπτόχειλος

λεπτόχρως

λεπτόχυλος
λεπτό·χρως, ωτος (ὁ, ἡ) qui a la peau fine, délicate, Eur. fr. 898 (mss. λεπτῷ χρωτί).
Étym. λ. χρώς.