λεπτόφωνος

λεπτόχειλος

λεπτόχρως
λεπτό·χειλος, ος, ον, aux lèvres petites ou minces, Arstt. H.A. 4, 4, 7 (var. λεπτοχειλής).
Étym. λ. χεῖλος.