λεπτόφλοιος

λεπτόφυλλος

λεπτόφωνος
λεπτό·φυλλος, ος, ον, aux feuilles minces, Arstt. Probl. 1, 58 ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 3, 9, 5.
Étym. λ. φύλλον.