Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτόχειλος
λεπτό·φωνος,
ος, ον,
qui a la voix grêle ||
Cp.
-ότερος
,
Arstt.
H.A.
4, 11
.
Étym.
λ. φωνή
.