λεπτόσαρκος

λεπτοσκελής

λεπτοσπάθητος
λεπτο·σκελής, ής, ές, aux jambes grêles, Arstt. P.A. 4, 8, 4 ||
Cp. -έστερος, Arstt. H.A. 2, 14, 3.
Étym. λ. σκέλος.