Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτόσπερμος
λεπτο·σπάθητος,
ος, ον
[
ᾰ
] finement tissé,
Soph.
fr. 400
.
Étym.
λ. σπαθάω
.