Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοχίτων
λευκόχλωρος
λευκοχροέω-οῶ
λευκό·χλωρος,
ος, ον,
blanc et vert,
Arét.
p. 45, 44 ;
46, 19
.
Étym.
λ. χλωρός
.