Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόχλωρος
λευκοχροέω-οῶ
λευκόχροια
λευκοχροέω-οῶ,
être de couleur blanche,
Hpc.
954
d
.
Étym.
λευκόχροος
.