Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοχρώματος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκό·χρως,
ωτος
(
ὁ, ἡ
)
qui a la peau blanche,
Eub.
3, 222 Meineke ;
Alex.
(
Com. fr.
3, 423
) ;
Thcr.
Idyl.
2, 1
.
Étym.
λ. χρώς
.