Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω-ῶ
λευκό·ψαρος,
ος, ον
[
ᾱ
] d’un blanc gris, grisâtre,
Hippiatr.
Étym.
λ. ψαρός
.