Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοφλεγματέω-ῶ
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλεγματία,
ας
(
ἡ
)
[
μᾰ
] leucophlegmasie,
sorte d’hydropisie,
Hpc.
Étym.
λευκοφλέγματος
.