Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω-ῶ
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματέω-ῶ
[
ᾰ
] être malade d’une leucophlegmasie,
Hpc.
194
g
.
Étym.
λευκοφλέγματος
.