Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκο·φλέγματος,
ος, ον
[
ᾰ
] malade d’une leucophlegmasie,
Hpc.
1133
b
.
Étym.
λ. φλέγμα
.