λευκοφλέγματος

λευκοφλεγματώδης

λευκόφλοιος
λευκοφλεγματώδης, ης, ες [] atteint d’une sorte de leucophlegmasie, Hpc. 1121h.
Étym. λευκοφλέγματος, -ωδης.