Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφλεγματώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] atteint d’une sorte de leucophlegmasie,
Hpc.
1121
h
.
Étym.
λευκοφλέγματος
,
-ωδης
.