Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορινόχροος
λευκό·φλοιος,
ος, ον,
à écorce blanche,
Posidon.
(
Ath.
649
d
).
Étym.
λ. φλοιός
.