λευκοφορινόχροος

λευκοφόρος

λευκόφρυς
λευκο·φόρος, ος, ον :
1 qui porte un vêtement blanc, A. Pl. 20 ||
2 qui porte du raisin blanc, Geop. 5, 2, 2.
Étym. λ. φέρω.