Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω-ῶ
λευκ·όφθαλμος,
ος, ον,
aux yeux blancs,
Plin.
H.N.
37, 62
.
Étym.
λ. ὀφθαλμός
.