Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκο·πληθής,
ής, ές,
plein de gens au teint blanc,
Ar.
Eccl.
387
.
Étym.
λ. πλῆθος
.