λευκοπληθής

λευκόπους

λευκόπρωκτος
λευκό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, aux pieds blancs, c. à d. nus, Eur. Cycl. 72 ; Ar. Lys. 665, etc.
Étym. λ. πούς.