λιπαρόχροος-ους

λιπαρόχρως

λιπαρῶς
λιπαρό·χρως, ωτος, acc. ων (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] c. le préc. Thcr. Idyl. 2, 102.
Étym. λ. χρώς.