λιπαρότης

λιπαρόχροος-ους

λιπαρόχρως
λιπαρό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, voc. οε [ῐᾰ] de couleur brillante ou à la peau luisante, Thcr. Idyl. 2, 165.
Étym. λ. χρόα.