λιπαρόθρονος

λιπαροκρήδεμνος

λιπαρόμματος
λιπαρο·κρήδεμνος, ος, ον [ῐᾰ] aux bandelettes brillantes, Il. 18, 382 ; Hh. Cer. 25, 459, etc.
Étym. λ. κρήδεμνον.