λιπαροκρήδεμνος

λιπαρόμματος

λιπαροπλόκαμος
λιπαρ·όμματος, ος, ον [ῐᾰᾰ] aux yeux brillants, Arstt. Physiogn. 3, 14 ; Licymn. (Sext. p. 901).
Étym. λ. ὄμμα.