Λίπαρος

λιπαρότης

λιπαρόχροος-ους
λιπαρότης, ητος () [ῐᾰ]
1 graisse, embonpoint, Arstt. H.A. 3, 20, etc. ; au pl. substances grasses, Hpc. 40, 52, etc. ||
2 éclat (des yeux) Plut. M. 670e.
Étym. λιπαρός.